- νομοποιός
- νομο-ποιός, όν, (A
νόμος 11
) composing music, D.L.2.104.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νόμος 11
) composing music, D.L.2.104.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νομοποιός — νομοποιός, όν (Α) αυτός που συνθέτει μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος «μουσικός ρυθμός, ήχος» + ποιός*] … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
νομοποιῶν — νομοποιέω make laws pres part act masc nom sg (attic epic doric) νομοποιός composing music masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)